- χονδρά
- χονδρόςgranularneut nom/voc/acc plχονδρά̱ , χονδρόςgranularfem nom/voc/acc dualχονδρά̱ , χονδρόςgranularfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χονδράν — χονδρά̱ν , χονδρός granular fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδράς — χονδρά̱ς , χονδρός granular fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
εμπτίσσω — ἐμπτίσσω (Α) πτίσσω, δηλ. τρίβω χονδρά, χονδροκοπανίζω μέσα σε κάποιο σκεύος, γουδί κ.λπ … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
ονυχόπαχος — ὀνυχόπαχος, ον (Α) αυτός που έχει το πάχος τού νυχιού ενός δακτύλου ή, κατά λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αυτός που έχει παχιά, χονδρά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος + πάχος] … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek